ποντικομαμμή

ποντικομαμμή
η, Ν
άνθρωπος που μηχανεύεται δόλια και ανασκαλεύει σκάνδαλα για πρόκληση επεισοδίων («πρόσεχέ τον αυτόν, γιατί είναι ποντικομαμμή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποντικός + μαμμή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”